- καυστήρια
- καυστήριονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυστηρία — καυστηρία, ἡ (Μ) βλ. καυστήριος … Dictionary of Greek
САМФОР и КОППАТИЙ — • Σαμφόρας и Κοππατίας, две весьма высоко ценившиеся конские породы, получившие название от выжженных на бедрах знаков букв Сан и Коппа. Arist. Nub. 23, 122. Были еще и другие подобные знаки пород (χαράγματα, καυστήρια клейма); так,… … Реальный словарь классических древностей
καυστήριος — καυστήριος, ία, ον (ΑΜ) [καυστήρ] μσν. 1. αυτός που καυτηριάζει 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καυστηρία η καυτηρίαση* αρχ. το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. τού καυτήριον*) το κεραμευτικό καμίνι … Dictionary of Greek